- αξεθύμαστος
- -η, -ο1. (για ανθρώπους ή καταστάσεις) αυτός που δεν ξεθύμανε, δεν καταπραΰνθηκε, δεν έχασε την οξύτητά του2. (κυρίως για οινοπνευματώδη παρασκευάσματα) αυτός του οποίου το οινόπνευμα δεν ελαττώθηκε με εξάτμιση.
Dictionary of Greek. 2013.